- τριβέλισμα
- [тривэлизма] ουσ. о. бурение, сверление,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τριβέλισμα — το, Ν [τριβελίζω] διάνοιξη οπής με τριβέλι … Dictionary of Greek
τριβέλισμα — το, ατος το τρυπάνισμα, άνοιγμα τρύπας με τρυπάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)